- γριά
- η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς)ηλικιωμένη γυναίκανεοελλ.1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά2. τηγανίτα3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» — έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσειςβ) «έμαθ' η γρια στα σύκα και μπαινόβγαινε και ζήτα» — δύσκολα αποβάλλεται μια έξη η οποία φέρνει ευχαρίστησηγ) «γλυκάθηκε η γριά στα σύκα και θα φάει και τα συκόφυλλα» — παρασύρεται κάποιος σε υπερβολές από τις επιθυμίες τουδ) «όταν τήν έπαθε —ή όταν φιλήθηκε— η γριά, μαντάλωνε» — για όποιον συνετίζεται αφού πάθει το κακόαρχ.1. ο αφρός ή πέτσα που σχηματίζεται στο γάλα κατά τον βρασμό2. αἱ Γραῑαιθυγατέρες τού Φόρκυος και τής Κητούς, οι οποίες γεννήθηκαν με άσπρα μαλλιά3. «γραῑαι δαίμονες» — οι Ευμενίδες4. ως επίθ. γέρικος, γερασμένος («γραῑα ἀκάνθη, ἔρεικος, ὠλένη, χείρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ουσ. γραυς συνδέεται με τα γέρων, γέρας κ.λπ., χωρίς όμως να έχει ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Ανάγεται δηλ. στο IE gr-eə2- και υποστηρίχτηκε ότι σχηματίζεται με επίθημα *-yu- (πρβλ. υιύς). Επομένως το γρηϋς (επικ. και ιων. τ. τού γραυς (θα ξεκίνησε ως αρχικός αφηρημένος σχηματισμός με τη σημ. «γήρας», το αντίθετο του υιύς, για το οποίο έχει υποτεθεί αρχική σημ. «γέννηση». Κατ' άλλους, το -υ- είναι αρχαία παρέκταση, που απαντά επίσης στο αβεστ. zaurvan- «γήρας», αρμ. cer-oyt «γήρας», αρχ. ινδ. jarūtha-. Ο τ. γραία < *γραῑFα < *γρᾱF-ιᾰ κατά τα θηλυκά σε -yă. To νεοελλ. γριά < αρχ. γραία, με συνίζηση.ΠΑΡ. γραώδηςαρχ.γραΐζω, γραιούμαι, γραίοςνεοελλ.γριίστικος, γριούλα, γρίτσα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γραολογίααρχ.γραοσόβης, γραοσυλλέκτριαμσν.γραοπρεπής, γραοτρεφής, γραόφιλοςνεοελλ.γραιοκομείο, γραολόγημα, γραόμορφος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. εσχατόγρια, ζαρόγρια, κακόγρια, καλόγρια, κουτσόγρια, μουστόγρια, μπαμπόγρια, παλιόγρια, σκατόγρια, χαζόγρια].
Dictionary of Greek. 2013.